φύσκας

φύσκας
φύσκᾱς , φύσκη
the large intestine
fem acc pl
φύσκᾱς , φύσκη
the large intestine
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φύσκας — Φύσκᾱς , Φύσκα fem acc pl Φύσκᾱς , Φύσκα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εορδαία — I Αρχαία περιοχή της Μακεδονίας, στα Β του Αλιάκμονα, η κυριότερη πόλη της οποίας ήταν η ομώνυμη, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Ε. υποτάχθηκε στους Τημενίδες που εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού… …   Dictionary of Greek

  • Κρουσσών, δήμος — Νέος δήμος (6.770 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Τερπύλλου, Αγίου Μάρκου, Αναβρυτού, Αντιγονείας, Βάθης, Γερακαρίου, Ελληνικού, Επταλόφου, Ευκαρπίας, Θεοδοσίων, Ισώματος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”